-
1 καταπίπτω
καταπίπτω, [tense] fut. - πεσοῦμαι: [tense] aor. κατέπεσον, poet. κάππεσον (the only tense used by Hom.), [dialect] Dor. κάπετον (q. v.), alsoAκατέπετον IG 4.951.80
(Epid.); late [ per.] 3sg. opt.- πέσειεν Apollod.Poliorc.168.5
(v.l. -οιεν): [tense] pf. - πέπτωκα:—fall, drop,καππεσέτην Il.5.560
;κάππεσον ἐν Λήμνῳ 1.593
;κάππεσον ἐν κονίῃσι 12.23
;πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππεσε 16.311
, 414;πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε Od.5.374
;ἀφ' ὑψηλοῦ πύργου Il. 12.386
;ἀπὸ τῶν ἡμιπλινθίων Hdt.1.50
;ἀπὸ τῆς κλίμακος Ar.Av. 840
; ;ἀφ' ἵππου X.Oec.1.8
;ἐς μέσους τοὺς ἄνθρακας E.Cyc. 671
;ἐπὶ τῆς γῆς X.Cyr.4.5.54
; πληγεὶς κ. Lys.1.27;οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι And.1.108
, BGU282.7 (ii A. D.), etc.: used as [voice] Pass. of καταβάλλω, πρὸς ἡμῶν κάππεσε, = κατεβλήθη, A.Ag. 1553 (lyr.).2 metaph., παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός their spirit fell, Il. 15.280;μήτε καταπεσὼν ὀδύρεο Archil.66.5
;πρὸς τὴν φήμην τῆς ἐφόδου -πεσόντες J.BJ7.4.2
, cf. Paus.10.20.1; κ. τὴν ψυχήν v.l. in J. AJ6.14.2: freq. in [tense] pf. part. καταπεπτωκώς, base, contemptible, λόγος Aristeas 144; γένος ἄτιμον καὶ κ. Plu.Phoc.4;ἀγεννεῖς καὶ καταπεπτωκότες Lib.Decl.30.45
;ταῖς ψυχαῖς καὶ τοῖς σώμασι Them.Or.10.136b
.3 τὰ -πίπτοντα the accidents of fortune, Vett.Val.40.15.4 τὰς νυνὶ -πεπτωκυίας [ ἐμβολάς] which have just been rejected, Hegetorap.Apollon.Cit.3.5 ἄλλα, ἃ -πέπτωκε τούτοις which fall under the same head, Gal.5.723.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίπτω
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek